- κατατρίβομαι
- κατατρίβομαι, κατατρίφτηκα βλ. πίν. 8
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
κατατρίβομαι — κατατρί̱βομαι , κατατρίβω rub down pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκτρυχώ — ἐκτρυχῶ ( όω) και ἐκτρύχω (Α) 1. κατατρύχω, καταβάλλω, εξαντλώ, καταπονώ 2. (για ράκη) παλαιώνομαι, κατατρίβομαι … Dictionary of Greek
επιτείρομαι — ἐπιτείρομαι (Α) (ως σύνθ. μόνο παθ.) κατατρίβομαι, ταλαιπωρούμαι, υποφέρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + τείρω, ομαι «ταλαιπωρούμαι, υποφέρω») … Dictionary of Greek
κατατρίβω — (Α κατατρίβω) (επιτ. τ. τού τρίβω) 1. τρίβω κάτι εντελώς, αφανίζω με τη συχνή τριβή, φθείρω, καταστρέφω, κονιορτοποιώ 2. (για πρόσ.) κουράζω κάποιον πάρα πολύ, καταπονώ, προξενώ κόπωση, εξαντλώ 3. μέσ. κατατρίβομαι δαπανώ ή φθείρω τις δυνάμεις… … Dictionary of Greek
προκατεργάζομαι — Α [κατεργάζομαι] 1. ετοιμάζω εκ τών προτέρων, προπαρασκευάζω 2. επεξεργάζομαι, καλλιεργώ εκ τών προτέρων («τὸ ψυχικὸν πνεῡμα προκατεργάζεσθαι», Γαλ.) 3. πραγματοποιώ, εκτελώ κάτι εντελώς εκ τών προτέρων («χρήσιμον προκατεργάζεσθαι ἔργον», Διοδ.)… … Dictionary of Greek
ԼԵՇԿԻՄ — (եցայ.) NBH 1 0883 Chronological Sequence: Early classical ձ. κατατρίβομαι deteror. Մաշկիլ լերկանալ, կամ բրդգզիլ. *Ոչ կօշիկքն մաշեցան, եւ ոչ հանդերձքն լեշկացանʼʼ. յն. մի բայ. Ոսկ. փիլիպ. ՟Թ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
κατατρίβω — κατέτριψα και κατάτριψα, κατατρίφτηκα, κατατριμμένος 1. μεταβάλλω κάτι σε σκόνη με την τριβή: Κατάτριψε τον καφέ. 2. καταπονώ, εξαντλώ: Κατέτριψε τον εχθρό με μικροσυμπλοκές. 3. το μέσ., κατατρίβομαι δαπανώ άσκοπα χρόνο ή δυνάμεις: Κατατρίβεται… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)